Ένα παιδί με παρορμητική συμπεριφορά και διάσπαση προσοχής πολύ συχνά στοχοποιείται από τα άτομα του περιβάλλοντός του, τόσο από τους δασκάλους όσο και από τους γονείς του, αφού εύκολα εμπλέκεται σε σχέσεις, όπου μπορούν εύκολα να δημιουργηθούν συγκρούσεις και προβλήματα. Η αστείρευτη ενέργειά του γίνεται κουραστική και πολλές φορές εξοντωτική για συμμαθητές, γονείς και δασκάλους. Πολύ πιθανόν να κατηγορείται γι’ αυτή του τη συμπεριφορά και να του ζητείται συστηματικά να δίνει εξηγήσεις για την όποια μη αποδεκτή πράξη του. Έτσι, το παιδί συχνά ακούει από τους γύρω του εκφράσεις όπως:
«Όλο χάνεις τα πράγματά σου, γιατί δεν προσέχεις;»,
«Πόσες φορές πρέπει να σου το πω; Γιατί δεν ακούς;»,
«Κάτσε ήσυχα»,
«Πάψε να χτυπάς τα πόδια σου, κάνεις φασαρία, δεν το καταλαβαίνεις;»,
«Βγάλε το βιβλίο από τη τσάντα σου και μην ενοχλείς τους συμμαθητές σου.»,
«Δεν θα παίξεις μαζί μας, αφού δεν ακούς τους κανόνες.»,
«Δε σε έχω φίλο»,
«Εσύ φταις που χάλασε το παιχνίδι»,
«Κυρία, με έσπρωξε, με χτύπησε» κλπ.
Πιθανόν να χαρακτηρίζεται κουραστικό, ενοχλητικό για τα άλλα παιδιά, ζωηρό, ανυπάκουο, επιθετικό, εκτός ελέγχου, δύσκολο…
Ένα παιδί, λοιπόν, που γίνεται δέκτης τέτοιων επικρίσεων, αρχίζει να αισθάνεται μη αποδοχή, αφού συνεχώς απογοητεύει τους γύρω του. Νιώθει ότι, πιθανόν να μην αξίζει την αγάπη των γονέων ή των δασκάλων του, αφού μόνο λάθη κάνει. Αρχίζει αισθάνεται ανασφάλεια, γιατί τα σημαντικά του πρόσωπα δεν μπορούν να το οριοθετούν σε ένα κόσμο που είναι χαοτικός για εκείνο. Νιώθει πως δεν το καταλαβαίνουν, ενώ την ίδια στιγμή κάνει υπερπροσπάθεια για να μείνει ακίνητο, αμίλητο και υπάκουο… και επειδή δεν τα καταφέρνει, ματαιώνεται.
Όντας συστηματικά αποδέκτης παρατηρήσεων από τους γύρω του, θυμώνει και αρχίζει να εκδηλώνει συνειδητά προβληματικές συμπεριφορές, ώστε να τραβά την προσοχή.
Γονείς και δάσκαλοι επικρίνουν το παιδί και αλληλοεπικρίνονται, με αποτέλεσμα η μαθησιακή και η κοινωνικοσυναισθηματική εξέλιξη του παιδιού να γίνεται δύσκολη. Θεωρούν ότι χάνουν τον έλεγχο της κατάστασης, αφού δεν μπορούν να οριοθετήσουν το παιδί και απελπίζονται από τις ανεπιτυχείς προσπάθειές τους. Οι εκρήξεις θυμού μεταξύ γονέων-παιδιού / δάσκαλου-μαθητή οδηγούν σε αδιέξοδο, με το παιδί να χάνει σύντομα την αυτοπεποίθησή του και η όλη κατάσταση δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, με το παιδί να σκέφτεται: «ό,τι και να κάνω είναι λάθος, είμαι αποτυχημένο και κανείς δε με θέλει» και τους γονείς/δασκάλους να θεωρούν, ότι το παιδί είναι ανεξέλεγκτο, ότι δεν καταλαβαίνει τίποτα και ότι οι ίδιοι είναι ανίκανοι να κάνουν κάτι. Βλέποντας να εδραιώνονται καθημερινά προβληματικές συμπεριφορές, ανησυχούν για την εξέλιξή του.
Παρ’ όλα αυτά, γονείς και δάσκαλοι αντί να εξοργίζονται, χρειάζεται να αποδεχτούν το παιδί και να αξιοποιήσουν τις δυσκολίες του για να αναζητήσουν νέους τρόπους να σχετιστούν μαζί του.
Ας παραλείψουν όλους τους αρνητικούς χαρακτηρισμούς και ας σταματήσουν να εστιάζουν στο πόσο ζωηρό είναι το παιδί. Αν δείξουν κατανόηση στα συναισθήματά του, μπορεί να ανακαλύψουν πως το παιδί έχει πολλές δυνατότητες και είναι πολύ πρόθυμο να συνεργαστεί. Το ύφος και ο τόνος που του δίνουν τις οδηγίες, η υπομονή που δείχνουν και η σταθερότητα στην καθοδήγησή τους είναι σημαντικά για τη δική του ηρεμία και ανταπόκριση στα αιτήματά τους.
Μπορούν να αξιοποιήσουν τους τομείς στους οποίους το παιδί είναι ικανό. Δίνοντας του ευκαιρίες να εξασκήσει τα ενδιαφέροντά του, μπορεί να αποκτήσει το αίσθημα ότι τα καταφέρνει, βελτιώνοντας παράλληλα την αυτοεκτίμησή του. Η υπομονή, η σταθερή καθοδήγηση και η εμπιστοσύνη τους προς το παιδί, θα συμβάλλουν, ώστε αυτό να κάνει περισσότερη προσπάθεια, νοιώθοντας περήφανο για τον εαυτό του.
Νίκη Λουκά B.A., M.Phil.
Ειδική Παιδαγωγός
Η Νίκη Λουκά είναι απόφοιτος του Τμήματος Επιστημών Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Βιέννης.