Ένα φθινοπωρινό πρωινό λίγο μετά την αυγή, δυο μαύρα σύννεφα φάνηκαν πάνω από το δάσος. Μεγάλα όσο δυο πόλεις αγκαλιά, με σχήμα ακανόνιστο. Τα βάραινε βλέπετε όλη αυτή η βροχή που είχαν μαζέψει από το μεγάλο τους ταξίδι πάνω από τη θάλασσα. Μια φουσκώναν από δω , μια φουσκώναν από κει , άλλαζε τη μορφή τους ο αγέρας.
Άρχισε να βρέχει πολύ …ξεδίψασαν τα δέντρα, τα λουλούδια και το χώμα σκόρπισε αυτή τη γλυκιά βρόχινη μυρωδιά του φθινόπωρου.
Αφού τα σύννεφα άδειασαν όλο αυτό το πολύτιμο φορτίο τους, έφυγαν για να συνεχίσουν το ταξίδι τους πάνω από τη θάλασσα.
Όλος ο τόπος μετά από τη βροχή γέμισε μικρά σαλιγκάρια. Πράσινα , γκρι, καφετιά …με ρίγες , με βούλες ….κρυμμένα πίσω απ’ τα φύλλα, αραχτά πάνω στις πέτρες. Ακόμη και μέσα στις κουφάλες των δέντρων έβρισκες μερικά από αυτά!
Ένα μικρό σαλιγκάρι πάνω στο βράχο είχε κρύψει το κεφάλι του μες στο σπιτάκι του και δεν έλεγε να ξεκουνήσει. Αυτό το σαλιγκάρι δεν έμοιαζε με κανένα άλλο! Δεν είχε ούτε γκρι , ούτε καφέ , ούτε πράσινο σπίτι. Το σπίτι του ήταν γαλάζιο! Ντρεπόταν πολύ για το καταγάλανο σπίτι του…. ντρεπόταν γιατί το μόνο που ήθελε ήταν να μπορεί να κρύβεται όταν δεν ήθελε παρέα. Την αγαπούσε την μοναξιά του , την είχε ανάγκη. Μα όσο κουβαλούσε αυτό το γαλάζιο σπίτι στην πλάτη του , δεν μπορούσε να κρυφτεί από κανέναν.
– Έλα αγόρι μου βγες έξω, του έλεγε η μαμά του, δες ποσό όμορφος είναι ο ήλιος, έλα να μυρίσεις το χώμα!
Μα αυτό έβαζε το κεφάλι του ακόμη πιο μέσα κι αρνιόταν πεισματικά. Πήρε ένα κόκκινο μαντήλι και το έριξε πάνω του, μήπως κι έτσι καταφέρει να περνάει απαρατήρητος.
Λύγισε η μαμά σαλιγκάρια στη θέα του κόκκινου μαντηλιού ,όμως τι μπορούσε αλήθεια να κάνει; Δεν ήθελε να πιέσει το σαλιγκαράκι της …έπρεπε να σεβαστεί τη μοναξιά του …”θα ‘ρθει η ώρα, που θα θέλει να τον βλέπουν όλοι”, σκέφτηκε. “Θα ‘ρθει η ώρα, που αυτό το μαντήλι, που τώρα τον σκέπασε ολόκληρο ,θα φύγει από πάνω του”!!!! Στα αλήθεια όμως έκλαιγε η ψυχή της, που δεν του άρεσε το όμορφο γαλάζιο σπίτι του. Είναι όμορφο σαν τα μάτια του, όταν κοιτάζουν το φως, είναι φτιαγμένο με τόση αγάπη από θεούς κι ανθρώπους ειδικά γι αυτόν! Και κάθε που ήθελε τη μοναξιά του, μπορούσε να κρυφτεί εκεί μέσα μια χαρά. Πώς μπορούσε να τον βοηθήσει να αγαπήσει το καβούκι του;
Το μικρό σαλιγκάρι δεν μιλούσε πολύ, του άρεσε να στέκεται να κοιτάζει τον ήλιο, να τρέχει γρήγορα και να φωνάζει, του άρεσε να κουνάει τα χέρια του πάνω κάτω και να τραγουδά. Και στα αλήθεια η φωνή του ήταν σαν μουσική βγαλμένη από μαγικό βιολί. Πότε τραγουδούσε γρήγορα και δυνατά σαν το αγέρι που χτυπά στα φύλλα των δέντρων και πότε γλυκά, σιγανά σαν χάδι μάνας, που γλυκοκαληνυχτίζει το παιδί της. Η δική του μάνα καμάρωνε για το ταλέντο του παιδιού της, στεκόταν και τον άκουγε να τραγουδάει, σταματώντας όλες τις δουλειές της.
-Μικρό σαλιγκαράκι μου…, είπε η μαμά, …θέλω να κάνουμε μια συμφωνία! Κάθε φορά, που θα θέλεις να κρυφτείς, όταν θα βγάζεις το μαντήλι, θα το φέρνεις σε έμενα κι εγώ θα σου δίνω ένα καινούργιο!
-Σύμφωνοι μαμά!!!
Την άλλη μέρα το πρωί το σαλιγκάρι μας πήγε στο σχολείο. Γύρισε στο σπίτι στενοχωρημένο και μουτρωμένο…
-Τι έγινε παιδί μου και είσαι τόσο λυπημένο; ρώτησε η μαμά..
-Πάρε το μαντήλι, σήμερα κρύφτηκα σε αυτό, γιατί η δασκάλα μου είπε, πως δεν επιτρέπεται να κάνω κύκλους μες στην τάξη… δεν μπορεί να καταλάβει, ότι εγώ δεν μπορώ να κάθομαι ακίνητος τόση ώρα. Κι όταν κάθισα, άρχισα να κάνω κάτι ήχους και τότε με έβγαλε από την τάξη… μαμά γιατί δεν μπορώ να κάνω ό,τι και οι άλλοι;
-Γιατί είσαι σπουδαίος αγάπη μου! Γιατί το δικό σου μυαλό δουλεύει συνέχεια και ξέρεις, αυτό μόνο κακό δεν είναι…
Τον έκανε την πιο σφιχτή αγκαλιά της και του έδωσε ένα καινούριο μαντήλι, κίτρινο αυτή τη φορά…
-Σ’ αγαπώ πολύ! Μην το ξεχνάς ποτέ αυτό!
Δεν πέρασαν μερικές ώρες και το σαλιγκάρι γύρισε πίσω κλαίγοντας και έδωσε στη μαμά του το κίτρινο μαντήλι.
-Τα παιδιά δεν με παίζουν!! της είπε με αναφιλητά… Τους χαλάω, λένε, τα παιχνίδια, γιατί δεν είμαι καλός με την μπάλα κι εγώ θύμωσα, αλλά δεν μπορούσα να βρω τις λέξεις να τους πω, ότι ζητάω συγγνώμη, που δεν είμαι καλός, αλλά έχω κι εγώ ανάγκη να παίξω!
Δάκρυα ήρθαν και στα μάτια της μαμάς, που τα σκούπισε γρήγορα και είπε στο παιδί της..
-Μην το ξεχνάς, ότι είσαι σπουδαίος! Μπορεί να μην είσαι καλός με την μπάλα, αλλά τρέχεις πιο γρήγορα από όλους!
Χαμογέλασε το σαλιγκάρι και πήρε ένα καινούριο μαντήλι απ’ τη μαμά του, πράσινο αυτή τη φορά.
Το βράδυ ξάπλωσαν στο κρεβάτι και χουχούλιασαν κάτω από την κουβέρτα. Το σαλιγκάρι έδωσε στη μαμά του το πράσινο μαντήλι και την κοίταξε λυπημένο…
-Μαμά ο μπαμπάς δεν με αγαπάει… το βλέπω στα μάτια του, μαμά, κάθε φορά που κάνω ένα λάθος. Είναι θυμωμένος μαζί μου ο μπαμπάς;
– Ξέρεις παιδί μου, κι οι μεγάλοι κάνουν λάθη… την επομένη φορά που θα σε κοιτάξει έτσι, να του πεις τι νιώθεις και να τον πάρεις αγκαλιά… ο μπαμπάς σου σε αγαπάει πιο πολύ κι από το καβούκι του! Είμαι σίγουρη!
Μάζεψε πολλά μαντήλια η μαμά ,τόσα πολλά που τα δάκρυα της στέρεψαν ένα βράδυ… Πήρε τα μαντήλια ,τα ένωσε και τα έραψε το ένα δίπλα στο άλλο… έφτιαξε μια τεραστία κουρτίνα με όλες τις στιγμές, που κουβαλούσε το κάθε της κομμάτι. Διαφορετικά χρώματα μα ιδία η γεύση που άφησαν στο παιδί της.
Στο τέλος της χρονιάς οι δασκάλες του σχολείου τους θα έκαναν μια γιορτή για την λήξη της σχολικής χρονιάς . Ο μικρός σαλιγκαρούλης μας θα έλεγε ένα τραγούδι στη γιορτή. Κλάμα και κακό το σαλιγκαράκι… δεν ήθελε με τίποτα να τραγουδήσει μπροστά σε τόσο κόσμο!
-Μαμά, θα με κοροϊδεύουν!!!!
-Έχω φτιάξει μια πελώρια κουρτίνα …όταν θα έρθει η ώρα να τραγουδήσεις, θα τραβήξουμε την κουρτίνα και όταν θα τραγουδάς, κανείς δεν θα σε βλέπει! Κανείς δεν θα ξέρει, ότι τραγουδάς εσύ.
Έτσι κι έγινε, λοιπόν, …όταν ήρθε η ώρα να τραγουδήσει το σαλιγκάρι μας ,τράβηξε η δασκάλα την κουρτίνα… Τι όμορφη φωνή, έλεγαν όλοι! Μια γλυκιά ζεστασιά απλώθηκε στις καρδιές όλων… Και το σαλιγκαράκι με τα μάτια κλειστά πίσω από την ασφάλεια της κουρτίνας της μαμάς του ένιωθε την ψυχή του να φτερουγίζει από χαρά! Ναι! Είχε την πιο όμορφη φωνή από όλους και το ήξερε καλά!
Κι άκουσε ο αγέρας τη φωνή του σαλιγκαριού και φύσηξε δυνατά, τόσο δυνατά που τραβήχτηκε στην άκρη η κουρτίνα! Κι έμειναν όλοι έκθαμβοι, που είδαν, ότι το μικρό ντροπαλό μας σαλιγκάρι τραγουδούσε τόσο μαγικά! Το σαλιγκάρι χαμογέλασε και συνέχισε το όμορφο τραγούδι του! Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε τόσο σημαντικό!
Πήγε στη μαμά του την έσφιξε στην αγκαλιά του…
-Είσαι σπουδαίος!!! Μην το ξεχάσεις ποτέ παιδί μου! Κανένα μαντήλι δεν μπορεί να σε κρύψει, αγάπη μου!
της Μαρίας Παπαδοπούλου
Αναρτήθηκε από:
Νίκη Λουκά B.A., M.Phil.
Ειδική Παιδαγωγός
Η Νίκη Λουκά είναι απόφοιτος του Τμήματος Επιστημών Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Βιέννης.